- μυθίζω
- μυθίζω (ΑΜ, Α δωρ. τ. μυθίσδω, λακωνικός τ. μυσίδδω) [μύθος]λέγω («μύσιδδέ τοι ὅτι λῇς ποθ' ἁμέ», Αριστοφ.)αρχ.καλώ, αποκαλώ, επονομάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυθίζεσθε — μῡθίζεσθε , μυθίζω pres imperat mp 2nd pl μῡθίζεσθε , μυθίζω pres ind mp 2nd pl μῡθίζεσθε , μυθίζω imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυθίζουσι — μῡθίζουσι , μυθίζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μῡθίζουσι , μυθίζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμυθίζει — προμῡθίζει , πρό μυθίζω pres ind mp 2nd sg προμῡθίζει , πρό μυθίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυθίσδω — (Α) (δωρ. τ.) βλ. μυθίζω … Dictionary of Greek
μυσίδδω — (Α) (λακων. τ.) βλ. μυθίζω … Dictionary of Greek
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek
μυθιῆται — μῡθιῆται , μυθίζω fut ind mid 3rd sg (doric aeolic) μῡθιῆται , μυθιάζομαι recount fables fut ind mp 3rd sg (doric) μυθιήτης masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυθίζεται — μῡθίζεται , μυθίζω pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυθίζοισα — μῡθίζοισα , μυθίζω pres part act fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυθίζοιτο — μῡθίζοιτο , μυθίζω pres opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)